- πρόπτωση
- ηη προς τα εμπρός ή προς τα κάτω πτώση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης … Dictionary of Greek
εγκεφαλοκήλη — Πρόπτωση του εγκεφάλου από σχισμή του κρανίου. Η ε. είναι πάθηση που προκαλείται συνήθως ύστερα από σοβαρά τραύματα, μπορεί όμως η τρύπα να οφείλεται και σε συγγενές έλλειμμα του κρανίου. Το τμήμα του εγκεφάλου που προβάλλει προς τα έξω βρίσκεται … Dictionary of Greek
ομφαλοπρόπτωση — η ιατρ. πρόπτωση τού ομφάλιου λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + πρόπτωση] … Dictionary of Greek
έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… … Dictionary of Greek
γλωσσοκήλη — η παθολογική πρόπτωση τής γλώσσας έξω από το στόμα … Dictionary of Greek
εδροκήλη — η σπάνια πρόπτωση (κήλη) ενδοκοιλιακού σπλάχνου μέσα από το πυελικό έδαφος (περινεοκήλη) … Dictionary of Greek
εξεντέρωση — η 1. η πρόπτωση τών κοιλιακών σπλάγχνων από ανεπάρκεια τού κοιλιακού τοιχώματος 2. χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τού περιεχομένου τού οφθαλμικού βολβού για να τοποθετηθεί τεχνητός οφθαλμός … Dictionary of Greek
ιριδοκήλη — η ιατρ. πρόπτωση τμήματος τής ίριδας τού οφθαλμού μέσα από διατρηθέν έλκος ή τραύμα τού κερατοειδούς … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κοιλιοκήλη — η ιατρ. πρόπτωση ενδοκοιλιακού σπλάγχνου δια μέσου ασθενούς σημείου τών κοιλιακών τοιχωμάτων, συνήθως ύστερα από κάποια εγχείρηση ή ως αποτέλεσμα διάστασης τών κοιλιακών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κήλη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek